ἀντιληπτικῆς

ἀντιληπτικῆς
ἀντιληπτικός
able to apprehend
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • διδακτική — Κλάδος που έχει αντικείμενο τη μελέτη των αρχών και των μεθόδων διδασκαλίας. Είναι κυρίως πρακτική επιστήμη που μελετά την έννοια της μάθησης, τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε, τα μέσα και τις συνθήκες που διευκολύνουν τη διαδικασία αυτή και τον …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • Έμπινγκχαους, Χέρμαν — (Hermann Ebbinghaus, Μπάρμεν 1850 – Χάλε 1909). Γερμανός ψυχολόγος. Διετέλεσε καθηγητής ψυχολογίας στα πανεπιστήμια του Βερολίνου, του Μπρέσλαου και του Χάλε. Έγινε κυρίως γνωστός για τα πρωτότυπα πειράματά του σχετικά με τη σπουδαιότητα της… …   Dictionary of Greek

  • Λιούις, Κλάρενς Ίρβινγκ — (Clarence Irving Lewis, Στόουνχαμ, Μασαχουσέτη 1883 – Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1964). Αμερικανός επιστημολόγος, φιλόσοφος και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1906 και το 1910 απέκτησε διδακτορικό τίτλο, εκπονώντας τη …   Dictionary of Greek

  • Μερτζ, Μάριο — (Mario Merz, Μιλάνο 1925 –). Ιταλός εικαστικός καλλιτέχνης. Μεγάλωσε στο Τορίνο, όπου και ξεκίνησε σπουδές ιατρικής, τις οποίες εγκατέλειψε γρήγορα. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου εντάχθηκε στο αντιφασιστικό κίνημα και συνελήφθη το 1945,… …   Dictionary of Greek

  • μορφολογική ψυχολογία ή γκέσταλτ — (γερμ. Gestalt = μορφή). Θεωρία που γεννήθηκε στη Γερμανία (1912) από τη σχολή του Βερολίνου των Μαξ Βερτχάιμερ (1880 1943), Κουρτ Κόφκα και Βόλφγκανγκ Κέλερ. Κατά τη θεωρία αυτή, όλες οι λειτουργίες της σκέψης και της αντίληψης πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • νοημοσύνη ή νόηση — Ο όρος χρησιμοποιείται στην τρέχουσα γλώσσα με διάφορες σημασίες, που άλλοτε αναφέρονται σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές έννοιες και άλλοτε σε γεγονότα της πρακτικής ζωής. Ο μέσος άνθρωπος θεωρεί τη ν. ως ιδιαίτερη ικανότητα του πνεύματος, μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”